- χλωρωτικός
- η , ό[ν] анемичный, малокровный; страдоющий бледной немочью (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλώρωοη 2. αυτός που πάσχει από χλώρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek